ἀθλήσῃ

ἀθλήσῃ
ἀθλήσηι , ἄθλησις
contest
fem dat sg (epic)
ἀ̱θλήσῃ , ἀθλέω
having contended with
aor subj mid 2nd sg
ἀ̱θλήσῃ , ἀθλέω
having contended with
aor subj act 3rd sg
ἀ̱θλήσῃ , ἀθλέω
having contended with
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱θλήσῃ , ἀθλέω
having contended with
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱θλήσῃ , ἀθλέω
having contended with
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άθληση — η αγώνας, άσκηση: Η άθληση είναι ωφέλιμη όταν γίνεται με μέτρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άθληση — η (Α ἄθλησις) [ἀθλῶ] αγώνας, άμιλλα αρχ. 1. δυσκολία, δοκιμασία, ταλαιπωρία 2. μαρτύριο …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • моученыи — (191) прич. страд. прош. 1. Подвергнутый мучению: по съключаю же ˫атъ бысть. на мѹчениѥ ѿ елинъ. и много мѹченъ бывъ. (βασανισϑείς) КЕ XII, 247б; ˫ако поищеть капл˫а водьны˫а палимъ о лютѣ невѣрѹющемѹ ˫ако вѣчьно мѹчени [так!] бѹдеть.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • έναθλος — η, ο (AM ἔναθλος, ον) αυτός που γίνεται με αγώνα και άθληση, κουραστικός, επίπονος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔναθλον ο αγώνας …   Dictionary of Greek

  • αγωγή — I Η εξελικτική διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, μέσω της επίδρασης που ασκεί το φυσικό και κυρίως κοινωνικό περιβάλλον πάνω στις βιολογικές καταβολές του ατόμου. Συνεπώς, η α., όσο και η ίδια η ζωή του ανθρώπου, υπογραμμίζει την… …   Dictionary of Greek

  • ευαθλήτως — εὐαθλήτως (Μ) επίρρ. με επιτυχή άθληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ευάθλητος] …   Dictionary of Greek

  • συνάθλησις — ήσεως, ἡ, Α [συναθλῶ] κοινή άθληση …   Dictionary of Greek

  • ωφέλιμος — η, ο / ὠφέλιμος, ον, ΝΜΑ, θηλ. σπαν. και ίμη, ΜΑ 1.αυτός που ωφελεί, επωφελής, χρήσιμος (α. «η άθληση είναι ωφέλιμη για το σώμα» β. «τὸ καλὸν ἔργον ἀγαθόν τε καὶ ὠφέλιμον», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το ωφέλιμο ωφέλεια, χρησιμότητα (α. «τί το… …   Dictionary of Greek

  • ξυστός ή ξυστόν — Ο ισοπεδωμένος και καθαρισμένος από χόρτα και πέτρες χώρος που χρησίμευε στην αρχαία Ελλάδα για την άθληση των δρομέων. Με το πέρασμα του χρόνου, το ξ. και η παλαίστρα αποτέλεσαν τα δύο κύρια μέρη του πρωταρχικού γυμνάσιου, και τότε ο όρος ξ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”